Επιστημονικό Πλαίσιο Επιγραφικής

Μεγάλο μέρος των γνώσεών μας για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ιστορία του αρχαίου κόσμου, τους θεσμούς και τις λατρείες των ελληνικών πόλεων και τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας οφείλεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι επιγραφικές μαρτυρίες. Λόγω του μεγάλου αριθμού τους, που αυξάνεται συνεχώς χάρη σε νέα ευρήματα, και χάρη στον πλούτο και την ποικιλία του περιεχομένου τους, οι επιγραφές αποτελούν πρωτογενές υλικό που ενδιαφέρει άμεσα το σύνολο των αρχαιογνωστικών επιστημών (ιστορία, αρχαιολογία, φιλολογία, γλωσσολογία, νομισματική, θρησκειολογία κ.α.), ενώ επιγραφές με ειδικό περιεχόμενο κατά καιρούς αποτέλεσαν αντικείμενο ενδιαφέροντος της νομικής ή των θετικών και τεχνολογικών επιστημών. Προκειμένου οι επιγραφές να καταστούν διαθέσιμες στην έρευνα, η συστηματική μελέτη και δημοσίευσή τους αποτελεί πρωταρχικό καθήκον της επιγραφικής επιστήμης, η οποία επιβάλλει τη χρήση συγκεκριμένων κανόνων για την αποκατάσταση και χρονολόγηση των επιγραφικών κειμένων. Ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα που καλείται να επιλύσει ένας επιγραφικός αποτελεί συνήθως η χρονολόγηση των επιγραφών. Η όσον το δυνατόν ασφαλέστερη χρονολόγηση μιας επιγραφής είναι σημαντική για τους εξής λόγους:

  1. όσο ενδιαφέρον και αν είναι το περιεχόμενο ενός επιγραφικού κειμένου, χάνει μεγάλο μέρος της αξίας του, αν δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα συγκεκριμένο χρονολογικό πλαίσιο (Woodhead 2009, 109).
  2. ως αρχαιολογικό εύρημα, οι επιγραφές είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την αρχαιολογία, μπορούν να αποσαφηνίσουν το είδος και τη λειτουργία ενός μνημείου ή ακόμα να συμβάλουν στη χρονολόγησή του (Οικονομάκη – Τζιφόπουλος 2015, 16-17).

Σε ορισμένες περιπτώσεις το ίδιο το κείμενο της επιγραφής προσφέρει στον επιγραφικό επαρκή στοιχεία χρονολόγησης. Η μνεία του εκάστοτε επωνύμου άρχοντος, η αρίθμηση ολυμπιάδων ή η καταχώριση του έτους κάποιου αρχαίου ημερολογίου το οποίο μπορεί να μετατραπεί σε σύστημα από Χριστού γεννήσεως εξασφαλίζουν την ακριβή χρονολόγηση μιας επιγραφής, ενώ η μνεία κάποιου ηγεμόνα ή άλλου γνωστού ιστορικού προσώπου ή γεγονότος επιτρέπει τον καθορισμό ενός περιορισμένου πλαισίου χρονολόγησης. Μερικές φορές η χρονολόγηση μιας επιγραφής υποβοηθείται από εξωτερικά στοιχεία, όπως είναι η παρουσία κάποιου ανάγλυφου που μπορεί να χρονολογηθεί με μορφολογικά κριτήρια ή διάφοροι termini post και ante quem που καθορίζονται από μια καταστροφή ή κάποιο άλλο σημαντικό γεγονός (Ανδρόνικος 1974, 64-66· Klaffenbach 2003, 145-150· Guarducci 2008, 514-522· Woodhead 2009, 109-125).

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, η παλαιογραφία αποτελεί το μοναδικό κριτήριο που απομένει στον μελετητή προκειμένου να προτείνει μια χρονολόγηση για το επιγραφικό μνημείο. Η γενική εντύπωση της γραφής και η μορφή μεμονωμένων γραμμάτων είναι στοιχεία που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της ευρύτερης χρονικής περιόδου στην οποία εντάσσεται μια επιγραφή. Για να είναι όμως έγκυρη μια χρονολόγηση που βασίζεται αποκλειστικά στο σχήμα των γραμμάτων είναι απαραίτητη η σύγκριση της επιγραφής που δεν φέρει στοιχεία χρονολόγησης με άλλες προερχόμενες από τον ευρύτερο χώρο οι οποίες έχουν χρονολογηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια. Το κατά πόσο είναι αξιόπιστη μια χρονολόγηση που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο εξαρτάται άμεσα από την εμπειρία και τις παραστάσεις του εκάστοτε επιγραφικού.

Η ανάγκη αναφοράς και παραπομπής σε απεικονίσεις χρονολογημένων επιγραφών δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τους επιγραφικούς. Αν και η έκδοση μιας επιγραφής πρέπει κατά κανόνα να συνοδεύεται από κάποια χρονολόγηση, δεν λείπουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ανασκαφέας ή ο εκδότης αποφεύγει να διατυπώσει άποψη για την περίοδο στην ανήκει η επιγραφή που δημοσιεύει. Σε αυτήν την περίπτωση, ο αναγνώστης ή ο μελετητής που επιθυμεί να αξιοποιήσει τις πληροφορίες του επιγραφικού κειμένου δεν έχει άλλη επιλογή από το να αγνοήσει εντελώς την επιγραφή ως μη ανήκουσα στην περίοδο που τον ενδιαφέρει ή να επιχειρήσει να εξαγάγει ο ίδιος συμπεράσματα σχετικά με την χρονολόγησή της, αν φυσικά έχει επαρκή γνώση του αντικειμένου και πρόσβαση στο μνημείο ή σε φωτογραφική απεικόνισή του (Woodhead 2009, 110).

Η προτεινόμενη μελέτη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δυσκολίες που ενέχει η ενασχόληση με τις επιγραφικές πηγές και τη βαρύνουσα σημασία που έχει η ανάγκη εύκολης πρόσβασης σε φωτογραφικό υλικό, αποτελεί μια παλαιογραφικής κατεύθυνσης εργασία με στόχο να καταστεί ασφαλέστερη η χρονολόγηση επιγραφικών ευρημάτων. Αντικείμενό της θα αποτελέσει η εξέλιξη της ελληνικής γραφής στη Μακεδονία από την περίοδο της Βασιλείας ως τους Ύστερους Αυτοκρατορικούς χρόνους μέσα από τη μελέτη των με ασφάλεια χρονολογημένων επιγραφών, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται περίπου στις 780. Ο εντοπισμός και φωτογράφησή τους θα απαιτήσει τόσο βιβλιογραφική αναζήτηση όσο και επιτόπια έρευνα στους κατά τόπους αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία. Για να καταστεί διαχειρίσιμος ο όγκος του υλικού θα συγκροτηθεί βάση δεδομένων, στην οποία θα καταχωριστούν:

  1. οι φωτογραφίες των ασφαλώς χρονολογημένων επιγραφών της Μακεδονίας,
  2. πληροφορίες για καθεμία από αυτές τις επιγραφές (τόπος εύρεσης, χρονολόγηση, παραπομπή σε δημοσίευση, κείμενο) και
  3. πίνακες στους οποίους θα παρουσιάζεται η εξέλιξη των μεμονωμένων γραμμάτων και η απεικόνιση ιδιαίτερων γραφημάτων (συμπιλήματα, σημεία στίξης κ.λπ.).

Με αυτόν τον τρόπο θα καταστεί ευχερέστερη η μελέτη του υλικού σε εξελικτική φορά και κατά γεωγραφική κατανομή.